Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οριάριος — ὁριάριος και ὁρειάριος ὁ (ΑΜ) φύλακας, επιστάτης σιταποθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. horrearius < horreum «σιταποθήκη»] … Dictionary of Greek
ορειάριος — ὁρειάριος, ὁ (Α) βλ. οριάριος … Dictionary of Greek